φαραδίζω

φαραδίζω
φαράδισα, φαραδίστηκα, φαραδισμένος, ηλεκτρίζω, διεγείρω με φαραδικό ρεύμα (δηλ. με ρεύμα από επαγωγή.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαραδίζω — και φαραντίζω Ν [φαράδιο / φαράντ] ιατρ. θεραπεύω με φαραδισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”